πανοίκιος

πανοίκιος
-ον, Α
1. (συν. ως επιρρμ. κατηγ.) μαζί με όλη την οικογένεια («πανοικίους χορεύειν», Στραβ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την οικογένεια («ὑπέρ τῆς πανοικίου μου ὑγείας», επιγρ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) πανοίκιον
με όλη την οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -οίκιος (< -οικος < οἶκος), πρβλ. εν-οίκιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανοίκιος — with all one s house masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοίκιον — πανοίκιος with all one s house masc/fem acc sg πανοίκιος with all one s house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικίους — πανοίκιος with all one s house masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικίων — πανοίκιος with all one s house masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοίκιοι — πανοίκιος with all one s house masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικεί — και πανοικί ΝΑ επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. πανδημ εί / ί)] …   Dictionary of Greek

  • παρενόχλημα — το, ΜΑ [παρενοχλώ] η παρενόχληση («πανοίκιος... συναναιρεθεὶς ὡς περιττὸν ἄχθος καὶ παρενόχλημα», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”