- πανοίκιος
- -ον, Α1. (συν. ως επιρρμ. κατηγ.) μαζί με όλη την οικογένεια («πανοικίους χορεύειν», Στραβ.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την οικογένεια («ὑπέρ τῆς πανοικίου μου ὑγείας», επιγρ.)3. (το ουδ. ως επίρρ.) πανοίκιονμε όλη την οικογένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -οίκιος (< -οικος < οἶκος), πρβλ. εν-οίκιος].
Dictionary of Greek. 2013.